- ξυστήρας
- ο (Α ξυστήρ, -ῆρος)εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξύσιμο, ρίνη, λίμα, ή για το ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρααρχ.1. είδος χειρουργικού μαχαιριού2. στιλβωτικό εργαλείο3. εργαλείο τής γλυπτικής, σμίλη, γλύφανο4. μέρος τού εξωτερικού αφτιού5. είδος κολλυρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- τού ξύω (πρβλ. αόρ. ἔ-ξυσ-α) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλωστήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.