ξυστήρας

ξυστήρας
ο (Α ξυστήρ, -ῆρος)
εργαλείο που χρησιμοποιείται για ξύσιμο, ρίνη, λίμα, ή για το ξύσιμο τών μολυβιών, ξύστρα
αρχ.
1. είδος χειρουργικού μαχαιριού
2. στιλβωτικό εργαλείο
3. εργαλείο τής γλυπτικής, σμίλη, γλύφανο
4. μέρος τού εξωτερικού αφτιού
5. είδος κολλυρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ- τού ξύω (πρβλ. αόρ. -ξυσ-α) + επίθημα -τήρ (πρβλ. κλωστήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξυστῆρας — ξυστήρ scraper masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλιστρώ — ( άω) (Μ γλιστρῶ, όω και ἐγλιστρῶ, άω) 1. παραπατώ 2. πέφτω από γλίστρημα 3. μτφ. ξεφεύγω μ επιδεξιότητα («σε πολλές βρομοδουλειές είναι μέσα, μα πάντα γλιστρά») νεοελλ. 1. (για πράγμα) γλιστρώντας πέφτω κάτω 2. είμαι ολισθηρός 3. ξεφεύγω κατά… …   Dictionary of Greek

  • ξυστήρι — το ξυστήρας, ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ τού ξύνω (πρβλ. αόρ. ἔ ξυσ α) + κατάλ. τήρι (πρβλ. σκαλισ τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • ξύστωρ — ξύστωρ, ορος, ὁ (Α) ξυστήρας («ξύστορσιν ἀπὸ τοῡ λεῑον ποιεῑν τὸ ἔδαφος», σχόλ. στην Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ (πρβλ. ἔ ξυσ α, αόρ. τού ξύω) + επίθημα τωρ (πρβλ. δυνάσ τωρ, μνήσ τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • ξυστήρι — το όργανο για ξύσιμο, ξυστήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”